Αυτό το άρθρο είναι επίσης διαθέσιμο στα: Αγγλικα Γαλλικα Ισπανικα Ιταλικα Τουρκικα

Ποιότητα προσωρινών βοσκοτόπων για πρόβατα γαλακτοπαραγωγής

Ανάγκη/πρόβλημα: Οι χονδροειδείς ζωοτροφές αποτελούν βασικό μέρος μίας ισορροπημένης διατροφής για τα μηρυκαστικά, και παρά το γεγονός ότι οι συμπυκνωμένες ζωοτροφές τις αντικαθιστούν όλο και περισσότερο τις τελευταίες δεκαετίες, οι τρέχουσες οικονομικές συνθήκες οδηγούν ξανά στην αύξηση της συμμετοχής ποιοτικών χονδροειδών ζωοτροφών στα σιτηρέσια των προβάτων γαλακτοπαραγωγής.

Εισαγωγή

Είναι καλά τεκμηριωμένο ότι οι Μεσογειακές περιοχές, στις οποίες εφαρμόζεται κυρίως το εκτακτικό σύστημα εκτροφής, η παραγωγή χονδροειδών ζωοτροφών βρίσκεται σε ανεπαρκές επίπεδο, με ανομοιομορφία παραγωγής κατά την πάροδο του χρόνου, η οποία δεν καλύπτει τις ανάγκες του ζωικού κεφαλαίου. Επομένως οι κτηνοτρόφοι προσπαθούν να το αντισταθμίσουν με τη χρήση μη μόνιμων λειμώνων, λόγω του υψηλού ρυθμού ανάπτυξής τους, της υψηλής ποιότητας και της ευέλικτης χρήσης της παραγόμενης ύλης.

Είδη που καλλιεργούνται

Παραδοσιακά, μείγματα ετήσιων κτηνοτροφικών ψυχανθών και χειμερινών δημητριακών (βρώμη, κριθάρι και τριτικάλε) ή αγρωστωδών (ιδιαίτερα το λόλιουμ, Lolium multiflorum τόσο της ποικιλίας italicum όσο και της ποικιλίας westervoldicum)καλλιεργούνται, κατά τη διάρκεια της χειμερινής περιόδου, ως κτηνοτροφικές καλλιέργειες μικρού βιολογικού κύκλου σε αρόσιμες εκτάσεις. Τα είδη ψυχανθών που χρησιμοποιούνται περισσότερο είναι ο κοινός βίκος (Vicia sativa), το κτηνοτροφικό μπιζέλι (Pisum sativum), η ποικιλία βίκου (V. villosa ssp. dasycarpa), το περσικό τριφύλλι (Trifolium resupinatum), το κατακόκκινο τριφύλλι ή ιταλικό τριφύλλι (T. incarnatum) και το αλεξανδρινό τριφύλλι (T. alexandrinum) (Lithourgidis et al., 2011). Αυτοί οι λειμώνες, είτε χρησιμοποιούνται για παραγωγή σανού ή ενσιρώματος, είτε συλλέγονται μετά τη χειμερινή βοσκή (μία ή περισσότερες φορές ανά εποχή). Πρόσφατα, εισήχθησαν μείγματα σπόρων από ετήσια αυτόσπορα ψυχανθή και χειμερινά δημητριακά για την επέκταση της διάρκειας των λειμώνων για δύο ή τρία χρόνια (Salis et al., 2012).

Μεταξύ των πολυετών κτηνοτροφικών ειδών, η μηδική (Medicago sativa) είναι το κύριο είδος χονδροειδών ζωοτροφών που καλλιεργείται σε ουδέτερα και αλκαλικά εδάφη στη Μεσόγειο. Συνήθως, το είδος αυτό χρησιμοποιείται ως μονο-καλλιέργεια υπό εντατική διαχείριση (άρδευση και λίπανση) για την παραγωγή σανού, ενσιρώματος ή αποξηραμένης μηδικής, σε 6 έως 8 κοπές μεταξύ Απριλίου και Νοεμβρίου. Υπό συνθήκες βροχής ή περιστασιακής άρδευσης, οι καλλιέργειες των τοπικών γενοτύπων μηδικής διαρκούν συνήθως 3-4 χρόνια, προσφέροντας 3-4 κοπές μεταξύ Μαΐου και Οκτωβρίου, πριν την επόμενη καλλιέργεια αμειψισποράς. Παρά τη διαδεδομένη φυσική τους κατανομή, σπάνια σπέρνονται πολυετή ψυχανθή όπως το κόκκινο τριφύλλι (Trifolium pratense) και το αγριοστροφύλλι ή λωτός ο κερατοφόρος (Lotus corniculatus), που είναι προσαρμοσμένα σε μέτρια όξινα εδάφη. Το ίδιο ισχύει για το είδος sulla (Sulla coronaria) και την ονοβρυχίδα (Onobrychis spp.), αν και υπάρχει τελευταία ενδιαφέρον για τα είδη αυτά (Re et al., 2014). Μερικές ποικιλίες πολυετών αγρωστωδών, ιδιαίτερα η δακτυλίδα (Dactylis glomerata), η φεστούκα (Festuca arundinacea) και το βολβώδες καναρίνι-γρασίδι (Phalaris aquatica), σπέρνονται σε περιοχές με υψηλότερες βροχοπτώσεις, με βαθύτερα εδάφη και γενικά περιλαμβάνονται σε μείγματα σπόρων με ετήσια ή πολυετή ψυχανθή.

Διατροφική αξία των χονδροειδών ζωοτροφών

Η διαθεσιμότητα χονδροειδών ζωοτροφών υψηλής ποιότητας καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, είναι κρίσιμος παράγοντας για την επιτυχία του κλάδου της γαλακτοπαραγωγού προβατοτροφίας. Τα διατροφικά χαρακτηριστικά των ζωοτροφών συχνά δεν λαμβάνονται υπόψη και δεν θεωρούνται καθοριστικός παράγοντας για την τιμή της αγοράς, σε αντίθεση με την ποσότητα της παραγόμενης βιομάζα τους (Collins & Fritz, 2003). Ωστόσο, τα θρεπτικά συστατικά των χονδροειδών ζωοτροφών είναι βασικοί καθοριστικοί παράγοντες για την ανάπτυξη, την αναπαραγωγή, τη συμπεριφορά και την παραγωγικότητα των εκτρεφόμενων ζώων, καθώς και για την ποιότητα του τελικού προϊόντος (γάλα, κρέας κ.λπ.). Το υψηλό ποσοστό λιγνίνης, η παρουσία άπεπτων κλασμάτων φυτικών ινών και άλλων αντιδιαιτητικών παραγόντων (όπως κυανογόνοι γλυκοζίτες, αλκαλοειδή, συμπυκνωμένες ταννίνες κ.λπ.) επηρεάζουν αρνητικά τη διατροφική αξία των κτηνοτροφικών χονδροειδών ζωοτροφών. Μία ποιοτική χλωρομάζα πρέπει να χαρακτηρίζεται από υψηλή πεπτικότητα της οργανικής ουσίας, υψηλή περιεκτικότητα σε μη δομικούς υδατάνθρακες και σε πρωτεΐνες, αλλά μέτρια σε ταννίνες, υψηλή γευστικότητα, υψηλή περιεκτικότητα σε απαραίτητα αμινοξέα και ανόργανα στοιχεία και χαμηλή περιεκτικότητα σε αντιδιαιτητικούς παράγοντες (Collins & Fritz, 2003).

Διάφοροι παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν, άμεσα και έμμεσα, τη διατροφική αξία της χλωρομάζας. Μεταξύ αυτών είναι: – τα είδη και η ποικιλία (π.χ. τα ψυχανθή είναι πιο εύπεπτα από τα δημητριακά, ενώ οι εύκρατες ποικιλίες είναι πιο εύπεπτες από τις τροπικές) – οι ιδιότητες του εδάφους (π.χ. pH, διαθέσιμα θρεπτικά συστατικά, υφή, περιεκτικότητα σε οργανική ύλη και σχέσεις εδάφους-νερού, περιεκτικότητα και κατανομή αζώτου (Devries et al., 1989)) – οι κλιματολογικές συνθήκες (π.χ. εύρος θερμοκρασίας αέρα και εδάφους, ποσότητα βροχοπτώσεων και ηλιοφάνεια) – η λίπανση και οι πρακτικές κατεργασίας του εδάφους (Fraser et al., 2001). Άλλοι παράγοντες, όπως το στάδιο ανάπτυξης του φυτού κατά τη συγκομιδή, ο χειρισμός και η αποθήκευση μετά τη συγκομιδή, οι αντιδιαιτητικοί παράγοντες και τα υπολείμματα χημικών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων, αποτελούν επίσης πολύ σημαντικούς παράγοντες που επηρεάζουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της χλωρομάζας, όπως η περιεκτικότητα της πρωτεΐνης στο στέλεχος, στα φύλλα και στους σπόρους, αντίστοιχα (Leghari et al., 2016).

Αγρονομικές πρακτικές για την παραγωγή ποιοτικής χλωρομάζας

Γεωργικές πρακτικές όπως η έγκαιρη σπορά, η κατεργασία του εδάφους, το σύστημα καλλιέργειας (συνδυασμός καλλιέργειών ή συγκαλλιέργεια), η εφαρμογή λιπασμάτων και μικροθρεπτικών συστατικών και η ορθή διαχείριση της άρδευσης, αποτελούν τις πιο εφικτές πρακτικές για τη βελτίωση της απόδοσης των καλλιεργειών και των ποιοτικών χαρακτηριστικών της χλωρομάζας (Baxevanos et al., 2017). Για παράδειγμα, η συγκαλλιέργεια πικρού βίκου (Lathyrus linifolius), κοινού βίκου (Vicia sativa), αλεξανδρινού τριφυλλιού (T. alexandrinum) και κοινού φασολιού (Phaseolus vulgaris) με αραβόσιστο (Zea mays) βελτίωσε την απόδοση σε ξηρά ουσία (DMY) (4% –52%) και την περιεκτικότητα σε ολική πρωτεΐνη (Crude Protein) (20%-42%) σε σύγκριση με τη μονοκαλλιέργεια αραβοσίτου (Javanmard et al., 2009). Επιπλέον, η συγκαλιέργεια σόργου με είδη ψυχανθών όπως η ροβίτσα ή ψιλοφάσουλο (Vigna radiata), το μαυρομάτικο φασόλι (V. unguiculata) και το φασόλι γκουάρ (Cyamopsis tetragonoloba) βελτίωσε την περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη κατά 8%-10% και μείωσε την περιεκτικότητα σε ινώδεις ουσίες κατά 3%-5%, σε σύγκριση τη μονοκαλλιέργεια σόργου (Iqbal et al., 2019). Ομοίως, η εμβάπτιση των σπόρων πριν την σπορά και η εφαρμογή ιχνοστοιχείων όπως ψευδραργύρου (Zn) και σιδήρου (Fe) στα φύλλα (τόσο σε νάνο, όσο και σε χημική μορφή) σε αραβόσιτο και φασόλι μαυρομάτικο οδήγησε σε αύξηση της παραγόμενης ξηράς ουσίας, αύξηση της περιεκτικότητας σε ολική πρωτεΐνη και διαλυτούς υδατάνθρακες και σε βελτίωση της απορρόφησης φωσφόρου σε σχέση με την καλλιέργεια μάρτυρα, ενώ η εφαρμογή Fe, Zn και μαγγανίου (Mn) στο φύλλωμα επηρέασε επίσης θετικά την απόδοση και την ποιότητα του κτηνοτροφικού σόργου (Sharifi et al., 2016). Οι χονδροειδείς ζωοτροφές με χαμηλή in vivo πεπτικότητα της ξηράς ουσίας (DMD) και υψηλό επίπεδο NDF έχουν ως αποτέλεσμα μειωμένη κατανάλωση τροφής από τα ζώα, λόγω του φαινομένου της πλήρωσης της μεγάλης κοιλίας, και επομένως χαμηλής πρόσληψη μεταβολιστέας ενέργειας (ME, MJ ME/kg DM) σε σύγκριση με χονδροειδής ζωοτροφές με υψηλή in vivo πεπτικότητα της ξηράς ουσίας (DMD) και χαμηλό επίπεδο NDF (Smit et al., 2005). Επομένως, δεδομένου ότι με σωστή διαχείριση της καλλιέργειας χονδροειδών ζωοτροφών χαμηλής διατροφικής αξίας μπορεί να διπλασιαστεί το ενεργειακό τους περιεχόμενο, είναι δυνατή η εξασφάλιση υψηλής παραγωγικότητας των προβατίνων με την εφαρμογή ενός συστήματος διατροφής, το οποίο βασίζεται σε υψηλό επίπεδο συμμετοχής των χονδροειδών ζωοτροφών στο σιτηρέσιο (Kingston et al., 2013).

    Θεματική ενότητα: Διατροφή

    Γαλακτοπαραγωγά και/ή κρεοπαραγωγά πρόβατα: Γαλακτοπαραγωγά

    Κατηγορία ζώου Ενηλικα/ Αρνιά/ Αντικατάστασης

    Αυτό το άρθρο είναι επίσης διαθέσιμο στα: Αγγλικα Γαλλικα Ισπανικα Ιταλικα Τουρκικα